μυσικαρφί

μυσικαρφί
μυσικαρφί (Α)
επίρρ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ μὲν ἀνέγνωσαν ὡς ἀκονιτί, καί φασιν ὅτι τὸ μεμυκότως (με τα μάτια κλειστά) καὶ ξηρῶς ποιεῑν (γελᾱν) οὕτω λέγουσιν»
2. (κατά τον Φώτ.) «μεμυκότως καὶ ξηρῶς, μὴ ἐκ φανεροῡ γελᾱν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από κύριο όν. Μυσίκαρφος, τού οποίου το α' συνθετικό συνδέεται με το ρ. μύω + κάρφος «ξερόχορτο, άχυρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”